ξεβλασταρώνω

ξεβλασταρώνω
αμετ. всходить, прорастать, давать ростки

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεβλασταρώνω" в других словарях:

  • ξεβλασταρώνω — (για φυτά) βγάζω βλαστάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βλασταρώνω «βγάζω βλαστάρια»] …   Dictionary of Greek

  • ξεβλασταρώνω — ξεβλαστάρωσα, ξεβλασταρωμένος, βγάζω, δίνω βλαστάρια: Το κλήμα ξεβλαστάρωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεβλαστάρωμα — το [ξεβλασταρώνω] (για φυτό) το αποτέλεσμα τού ξεβλασταρώνω, ξεπέταγμα βλασταριών, εκβλάστηση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»